ἀπεσκής: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(6_7) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπεσκής''': -ές, ([[πέσκος]]) [[ἄνευ]] δέρματος, [[ἀκάλυπτος]] (Σοφ. Ἀποσπ. 552)· «ἀπεσκῆ· τόξ’ ἀπεσκῆ, [[ἔνιοι]] δὲ γυμνὰ θήκης τόξα. Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀπεσκής''': -ές, ([[πέσκος]]) [[ἄνευ]] δέρματος, [[ἀκάλυπτος]] (Σοφ. Ἀποσπ. 552)· «ἀπεσκῆ· τόξ’ ἀπεσκῆ, [[ἔνιοι]] δὲ γυμνὰ θήκης τόξα. Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές [[carente de estuche o carcaj]] τόξα S.<i>Fr</i>.626. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
ές, (πέσκος)
A without a bow-case, τόξα S.Fr.626.
German (Pape)
[Seite 288] ές (πέσκος), unbedeckt, Soph. frg. 552; τόξα, d. i. γυμνὰ θήκης, B. A. 422, wo ἀπέσκη steht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεσκής: -ές, (πέσκος) ἄνευ δέρματος, ἀκάλυπτος (Σοφ. Ἀποσπ. 552)· «ἀπεσκῆ· τόξ’ ἀπεσκῆ, ἔνιοι δὲ γυμνὰ θήκης τόξα. Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ές carente de estuche o carcaj τόξα S.Fr.626.