ἀποθινόομαι: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_20) |
(big3_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποθῑνόομαι''': παθ. πληροῦμαι, ἀποφράττομαι δι’ ἄμμου ἢ πηλοῦ, Πολύβ. 1. 75, 8. | |lstext='''ἀποθῑνόομαι''': παθ. πληροῦμαι, ἀποφράττομαι δι’ ἄμμου ἢ πηλοῦ, Πολύβ. 1. 75, 8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[llenarse de arena]]de un río συνθεωρήσας ... ἀποθινούμενον τὸ στόμα Plb.1.75.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
Pass.,
A to be silted up, Plb.1.75.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθῑνόομαι: παθ. πληροῦμαι, ἀποφράττομαι δι’ ἄμμου ἢ πηλοῦ, Πολύβ. 1. 75, 8.
Spanish (DGE)
llenarse de arenade un río συνθεωρήσας ... ἀποθινούμενον τὸ στόμα Plb.1.75.8.