ἀποδιπλόομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(6_20)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδιπλόομαι''': παθ., «ξεδιπλώνομαι», ἀνοίγομαι, ἐπὶ τραπεζῶν, «ἀποδιπλουμένας καὶ οὕτω τεινομένας» Εὐστ. 1661. 60.
|lstext='''ἀποδιπλόομαι''': παθ., «ξεδιπλώνομαι», ἀνοίγομαι, ἐπὶ τραπεζῶν, «ἀποδιπλουμένας καὶ οὕτω τεινομένας» Εὐστ. 1661. 60.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[extender]], [[juntar]] en v. pas. τραπέζας ... ἀποδιπλουμένας Eust.1661.60.
}}
}}

Revision as of 12:15, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδιπλόομαι Medium diacritics: ἀποδιπλόομαι Low diacritics: αποδιπλόομαι Capitals: ΑΠΟΔΙΠΛΟΟΜΑΙ
Transliteration A: apodiplóomai Transliteration B: apodiploomai Transliteration C: apodiploomai Beta Code: a)podiplo/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be unfolded, Eust.1661.60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιπλόομαι: παθ., «ξεδιπλώνομαι», ἀνοίγομαι, ἐπὶ τραπεζῶν, «ἀποδιπλουμένας καὶ οὕτω τεινομένας» Εὐστ. 1661. 60.

Spanish (DGE)

extender, juntar en v. pas. τραπέζας ... ἀποδιπλουμένας Eust.1661.60.