ἀποκιδαρόω: Difference between revisions
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(6_5) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκῐδᾰρόω''': ἀφαιρῶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὴν κίδαριν, ὡς θὰ ἐλέγομεν ἐν τῇ ἁπλῇ «ξεκιδαρώνω» κατὰ τὸ «ξεσκουφώνω», τὴν κεφαλὴν ὑμῶν οὐκ ἀποκιδαρώσετε Ἑβδ. (Λευ. ι΄, 6). | |lstext='''ἀποκῐδᾰρόω''': ἀφαιρῶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὴν κίδαριν, ὡς θὰ ἐλέγομεν ἐν τῇ ἁπλῇ «ξεκιδαρώνω» κατὰ τὸ «ξεσκουφώνω», τὴν κεφαλὴν ὑμῶν οὐκ ἀποκιδαρώσετε Ἑβδ. (Λευ. ι΄, 6). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[descubrirse]], [[destocarse]] τὴν κεφαλήν LXX <i>Le</i>.10.6, 21.10. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
A take the κίδαρις off, τὴν κεφαλήν LXX Le.10.6, 21.10.
German (Pape)
[Seite 306] das Haupt von der κίδαρις entblößen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῐδᾰρόω: ἀφαιρῶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὴν κίδαριν, ὡς θὰ ἐλέγομεν ἐν τῇ ἁπλῇ «ξεκιδαρώνω» κατὰ τὸ «ξεσκουφώνω», τὴν κεφαλὴν ὑμῶν οὐκ ἀποκιδαρώσετε Ἑβδ. (Λευ. ι΄, 6).
Spanish (DGE)
descubrirse, destocarse τὴν κεφαλήν LXX Le.10.6, 21.10.