ἀποκιδαρόω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
(6_5)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκῐδᾰρόω''': ἀφαιρῶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὴν κίδαριν, ὡς θὰ ἐλέγομεν ἐν τῇ ἁπλῇ «ξεκιδαρώνω» κατὰ τὸ «ξεσκουφώνω», τὴν κεφαλὴν ὑμῶν οὐκ ἀποκιδαρώσετε Ἑβδ. (Λευ. ι΄, 6).
|lstext='''ἀποκῐδᾰρόω''': ἀφαιρῶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὴν κίδαριν, ὡς θὰ ἐλέγομεν ἐν τῇ ἁπλῇ «ξεκιδαρώνω» κατὰ τὸ «ξεσκουφώνω», τὴν κεφαλὴν ὑμῶν οὐκ ἀποκιδαρώσετε Ἑβδ. (Λευ. ι΄, 6).
}}
{{DGE
|dgtxt=[[descubrirse]], [[destocarse]] τὴν κεφαλήν LXX <i>Le</i>.10.6, 21.10.
}}
}}

Revision as of 12:15, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκῐδᾰρόω Medium diacritics: ἀποκιδαρόω Low diacritics: αποκιδαρόω Capitals: ΑΠΟΚΙΔΑΡΟΩ
Transliteration A: apokidaróō Transliteration B: apokidaroō Transliteration C: apokidaroo Beta Code: a)pokidaro/w

English (LSJ)

   A take the κίδαρις off, τὴν κεφαλήν LXX Le.10.6, 21.10.

German (Pape)

[Seite 306] das Haupt von der κίδαρις entblößen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκῐδᾰρόω: ἀφαιρῶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὴν κίδαριν, ὡς θὰ ἐλέγομεν ἐν τῇ ἁπλῇ «ξεκιδαρώνω» κατὰ τὸ «ξεσκουφώνω», τὴν κεφαλὴν ὑμῶν οὐκ ἀποκιδαρώσετε Ἑβδ. (Λευ. ι΄, 6).

Spanish (DGE)

descubrirse, destocarse τὴν κεφαλήν LXX Le.10.6, 21.10.