Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπόμαγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_5)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόμαγμα''': -ατος, τό, ([[ἀπομάσσω]]) πᾶν ὅ,τι μεταχειρίζεταί τις πρὸς σπογγισμὸν ἢ καθαρισμόν, Ἱππ. 19. 47. 2) ὡς τὸ [[κάθαρμα]], ἡ ἀπορριπτομένη [[ἀκαθαρσία]], Σοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. τὸ [[ἀποτύπωμα]] σφραγῖδος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 5, ὁ αὐτ. περὶ Λίθων 67.
|lstext='''ἀπόμαγμα''': -ατος, τό, ([[ἀπομάσσω]]) πᾶν ὅ,τι μεταχειρίζεταί τις πρὸς σπογγισμὸν ἢ καθαρισμόν, Ἱππ. 19. 47. 2) ὡς τὸ [[κάθαρμα]], ἡ ἀπορριπτομένη [[ἀκαθαρσία]], Σοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. τὸ [[ἀποτύπωμα]] σφραγῖδος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 5, ὁ αὐτ. περὶ Λίθων 67.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[compresa]] o [[apósito]] para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.<i>Medic</i>.2.<br /><b class="num">2</b> [[líquido de desecho]], [[basura]], [[residuo]] στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.<i>Fr</i>.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον [[ἀπόμαγμα]] <i>Vit.Aesop.G</i> 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας <i>Gp</i>.16.1.7, cf. Phot.α 2563.<br /><b class="num">3</b> [[impresión de un sello]] τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.<i>CP</i> 6.19.5, cf. <i>Lap</i>.67.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμαγμα Medium diacritics: ἀπόμαγμα Low diacritics: απόμαγμα Capitals: ΑΠΟΜΑΓΜΑ
Transliteration A: apómagma Transliteration B: apomagma Transliteration C: apomagma Beta Code: a)po/magma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything used for wiping or cleaning, Hp.Medic.2.    2 dirt washed off, S.Fr.34.    II impression of a seal, Thphr.CP6.19.5, Lap.67.

German (Pape)

[Seite 314] τό, 1) womit man etwas abwischt, Wischlappen, Hippocr.; die Reinigung, Soph. frg. 32; B. A. 431 erkl. ἀποκάθαρμα. – 2) δακτυλίων, Abdruckder Siegelringe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμαγμα: -ατος, τό, (ἀπομάσσω) πᾶν ὅ,τι μεταχειρίζεταί τις πρὸς σπογγισμὸν ἢ καθαρισμόν, Ἱππ. 19. 47. 2) ὡς τὸ κάθαρμα, ἡ ἀπορριπτομένη ἀκαθαρσία, Σοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. τὸ ἀποτύπωμα σφραγῖδος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 5, ὁ αὐτ. περὶ Λίθων 67.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 compresa o apósito para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.Medic.2.
2 líquido de desecho, basura, residuo στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.Fr.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον ἀπόμαγμα Vit.Aesop.G 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας Gp.16.1.7, cf. Phot.α 2563.
3 impresión de un sello τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.CP 6.19.5, cf. Lap.67.