ἀποτύπωμα

From LSJ

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτύπωμα Medium diacritics: ἀποτύπωμα Low diacritics: αποτύπωμα Capitals: ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ
Transliteration A: apotýpōma Transliteration B: apotypōma Transliteration C: apotypoma Beta Code: a)potu/pwma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, impression, Pl.Tht.194b, Iamb.Myst.2.10 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 impronta en relieve op. a τύπος Pl.Tht.194b, cf. Iambl.Myst.2.10.
2 fig. efigie τῆς ἀληθινῆς θεότητος Gr.Nyss.Hom.in Cant.68.7, cf. Dion.Ar.Ep.M.3.1108C.

German (Pape)

[Seite 333] τό, das Abbild, Plat. Theaet. 194 b.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτύπωμα: ατος (ῡ) τό отпечаток, оттиск Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτύπωμα: [ῠ], τό, τὸ ἀποτυπωθὲν ἐν τῇ διανοίᾳ, ἐντύπωσις Πλάτ. Θεαίτ. 194Β.

Greek Monolingual

το (AM ἀποτύπωμα)
μσν.- νεοελλ.
το ομοίωμα
νεοελλ.
1. η αποτύπωση
2. η ολοκλήρωση της εκτύπωσης ενός βιβλίου
φρ. «δακτυλικά αποτυπώματα».
όρος που αναφέρεται στα σχήματα που παρουσιάζουν η παλάμη και τα δάχτυλα στην επιδερμίδα της εσωτερικής επιφάνειας του χεριού
αρχ.
ό,τι έχει αποτυπωθεί στη μνήμη, η εντύπωση.