ἀπολοπίζω: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6_1) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολοπίζω''': [[ἀπολέπω]], ἀφαιρῶ τοὺς φλοιούς, [[ἀπολεπίζω]], [[ἐκλεπίζω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 185 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Fritzsche ἀντὶ τοῦ ἀπολογίζειν)· οὕτω καὶ ἀπολοπίζων ἀντὶ ἀπολογίζων ἐν Ἀντιφάν. «Κουρίδι» 1, 3· «ἀπολοπίζειν, διὰ τοῦ ο τὴν τρίτην, οὐ διὰ τοῦ ε» Α. Β. 25, 26. | |lstext='''ἀπολοπίζω''': [[ἀπολέπω]], ἀφαιρῶ τοὺς φλοιούς, [[ἀπολεπίζω]], [[ἐκλεπίζω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 185 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Fritzsche ἀντὶ τοῦ ἀπολογίζειν)· οὕτω καὶ ἀπολοπίζων ἀντὶ ἀπολογίζων ἐν Ἀντιφάν. «Κουρίδι» 1, 3· «ἀπολοπίζειν, διὰ τοῦ ο τὴν τρίτην, οὐ διὰ τοῦ ε» Α. Β. 25, 26. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[quitar la piel]] prob. al pescado, Ar.<i>Fr</i>.138, <ἰχθῦς> Antiph.128, cf. Pherecr.226. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
A = ἀπολέπω, skin, peel, prob.1. for -λογίζειν, -λογιζων, Ar.Fr.135, Antiph.128, cf. Phryn.PSp.44 B.
German (Pape)
[Seite 313] nach Phryn. B. A. 25 bessere Form als ἀπολεπίζω; s. auch ἀπολογίζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολοπίζω: ἀπολέπω, ἀφαιρῶ τοὺς φλοιούς, ἀπολεπίζω, ἐκλεπίζω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 185 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Fritzsche ἀντὶ τοῦ ἀπολογίζειν)· οὕτω καὶ ἀπολοπίζων ἀντὶ ἀπολογίζων ἐν Ἀντιφάν. «Κουρίδι» 1, 3· «ἀπολοπίζειν, διὰ τοῦ ο τὴν τρίτην, οὐ διὰ τοῦ ε» Α. Β. 25, 26.
Spanish (DGE)
quitar la piel prob. al pescado, Ar.Fr.138, <ἰχθῦς> Antiph.128, cf. Pherecr.226.