ἀπόχρεμμα: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(6_22)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόχρεμμα''': τό, τὸ διὰ τῆς ἀποχρέμψεως ἐκβαλλόμενον [[φλέγμα]], Ἱππ. 415. 54· «ἀποχρέμματος· ἀποπτύσματος» Ἡσυχ.
|lstext='''ἀπόχρεμμα''': τό, τὸ διὰ τῆς ἀποχρέμψεως ἐκβαλλόμενον [[φλέγμα]], Ἱππ. 415. 54· «ἀποχρέμματος· ἀποπτύσματος» Ἡσυχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[expectoración]], [[esputo]] ἀποχρέμματος ἔτι ἐν τῷ πλεύμονι ἐνεόντος Hp.<i>Loc.Hom</i>.16, cf. Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόχρεμμα Medium diacritics: ἀπόχρεμμα Low diacritics: απόχρεμμα Capitals: ΑΠΟΧΡΕΜΜΑ
Transliteration A: apóchremma Transliteration B: apochremma Transliteration C: apochremma Beta Code: a)po/xremma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A expectoration, Hp.Loc.Hom.16.

German (Pape)

[Seite 336] τό, der Auswurf beim Husten, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόχρεμμα: τό, τὸ διὰ τῆς ἀποχρέμψεως ἐκβαλλόμενον φλέγμα, Ἱππ. 415. 54· «ἀποχρέμματος· ἀποπτύσματος» Ἡσυχ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
expectoración, esputo ἀποχρέμματος ἔτι ἐν τῷ πλεύμονι ἐνεόντος Hp.Loc.Hom.16, cf. Hsch.