ἀποτμήξ: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(6_11) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτμήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ἀποκεκομμένος, [[ἀπότομος]], ὡς τὸ ἀπορρώξ, ἀποτμῆγι σκοπιῇ ἴσον, ὅ ἐ. ἀπερρηγμένη, ἀπεσχισμένη, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 581. | |lstext='''ἀποτμήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ἀποκεκομμένος, [[ἀπότομος]], ὡς τὸ ἀπορρώξ, ἀποτμῆγι σκοπιῇ ἴσον, ὅ ἐ. ἀπερρηγμένη, ἀπεσχισμένη, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 581. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆγος [[cortado, tallado a pico]] σκοπιή A.R.2.581. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
ῆγος, ὁ, ἡ,
A cut off, sheer, like ἀπορρώξ, σκοπιή A.R.2.581.
German (Pape)
[Seite 331] ῆγος, abgeschnitten, steil, σκοπιά Ap. Rh. 2, 581.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτμήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ἀποκεκομμένος, ἀπότομος, ὡς τὸ ἀπορρώξ, ἀποτμῆγι σκοπιῇ ἴσον, ὅ ἐ. ἀπερρηγμένη, ἀπεσχισμένη, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 581.
Spanish (DGE)
-ῆγος cortado, tallado a pico σκοπιή A.R.2.581.