ἀρηνοβοσκός: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(6_14) |
(big3_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρηνοβοσκός''': ὁ, = [[προβατοβοσκός]], «ἀρηνοβοσκὸς ὁ προβατοβοσκὸς κατὰ Παυσανίαν, ἐκ μέρους δηλαδὴ» Εὐστ. Ἰλ. 799. 35. | |lstext='''ἀρηνοβοσκός''': ὁ, = [[προβατοβοσκός]], «ἀρηνοβοσκὸς ὁ προβατοβοσκὸς κατὰ Παυσανίαν, ἐκ μέρους δηλαδὴ» Εὐστ. Ἰλ. 799. 35. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[pastor]] Paus.Gr.α 148, Hsch., v. [[ῥηνοβοσκός]] | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A shepherd, Paus.Gr.Fr.69, dub. in S.Fr.655.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρηνοβοσκός: ὁ, = προβατοβοσκός, «ἀρηνοβοσκὸς ὁ προβατοβοσκὸς κατὰ Παυσανίαν, ἐκ μέρους δηλαδὴ» Εὐστ. Ἰλ. 799. 35.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ pastor Paus.Gr.α 148, Hsch., v. ῥηνοβοσκός