ἀριστερόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_6)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀριστερόχειρ''': ειρος, ὁ, ἡ, ὁ μεταχειριζόμενος τὴν ἀριστερὰν χεῖρα ἀντὶ τῆς δεξιᾶς, «ζερβός», Συνέσ. 162B.
|lstext='''ἀριστερόχειρ''': ειρος, ὁ, ἡ, ὁ μεταχειριζόμενος τὴν ἀριστερὰν χεῖρα ἀντὶ τῆς δεξιᾶς, «ζερβός», Συνέσ. 162B.
}}
{{DGE
|dgtxt=-χειρος [[zurdo]] Sor.84.21, Synes.<i>Ep</i>.4.
}}
}}

Revision as of 12:17, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστερόχειρ Medium diacritics: ἀριστερόχειρ Low diacritics: αριστερόχειρ Capitals: ΑΡΙΣΤΕΡΟΧΕΙΡ
Transliteration A: aristerócheir Transliteration B: aristerocheir Transliteration C: aristerocheir Beta Code: a)ristero/xeir

English (LSJ)

[ᾰ], χειρος, ὁ, ἡ,

   A left-handed, Sor.1.111.

German (Pape)

[Seite 352] ρος, linkhändig, der nur die linke Hand braucht, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστερόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ὁ μεταχειριζόμενος τὴν ἀριστερὰν χεῖρα ἀντὶ τῆς δεξιᾶς, «ζερβός», Συνέσ. 162B.

Spanish (DGE)

-χειρος zurdo Sor.84.21, Synes.Ep.4.