ἀστραβηλάτης: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(6_19) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστρᾰβηλάτης''': -ου, ὁ, ὁ τὴν ἀστράβην ἐλαύνων, τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν [[μαλακίζομαι]] ἐπ’ ἀστράβης ὀχηθείς· ὁ γὰρ [[ἀστραβηλάτης]] ἐπέσπερχε Λουκ. Ξεξιφ. 2, [[Πολυδ]]. Η΄, 185· κατὰ τὸν Εὐστάθ. (1625) «ἀσταβηλάται, οἱ αὐτοὺς (τοὺς ἡμιόνους) ἐλαύνοντες». | |lstext='''ἀστρᾰβηλάτης''': -ου, ὁ, ὁ τὴν ἀστράβην ἐλαύνων, τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν [[μαλακίζομαι]] ἐπ’ ἀστράβης ὀχηθείς· ὁ γὰρ [[ἀστραβηλάτης]] ἐπέσπερχε Λουκ. Ξεξιφ. 2, [[Πολυδ]]. Η΄, 185· κατὰ τὸν Εὐστάθ. (1625) «ἀσταβηλάται, οἱ αὐτοὺς (τοὺς ἡμιόνους) ἐλαύνοντες». | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[mulero]], [[arriero]] Luc.<i>Lex</i>.2, Poll.7.185, Eust.1625.40. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
[λᾰ], ου, ὁ,
A muleteer, Luc.Lex.2, Poll.7.185.
German (Pape)
[Seite 376] ὁ, Maulthierreiter, Luc. Lexiph. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰβηλάτης: -ου, ὁ, ὁ τὴν ἀστράβην ἐλαύνων, τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν μαλακίζομαι ἐπ’ ἀστράβης ὀχηθείς· ὁ γὰρ ἀστραβηλάτης ἐπέσπερχε Λουκ. Ξεξιφ. 2, Πολυδ. Η΄, 185· κατὰ τὸν Εὐστάθ. (1625) «ἀσταβηλάται, οἱ αὐτοὺς (τοὺς ἡμιόνους) ἐλαύνοντες».