ἀστραβηλάτης
From LSJ
English (LSJ)
[λᾰ], ου, ὁ, muleteer, muleskinner, mule skinner, mule-driver, mule driver, Luc.Lex.2, Poll.7.185.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ mulero, arriero Luc.Lex.2, Poll.7.185, Eust.1625.40.
German (Pape)
[Seite 376] ὁ, Maulthierreiter, Luc. Lexiph. 2.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρᾰβηλάτης: ου ὁ погонщик мулов Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰβηλάτης: -ου, ὁ, ὁ τὴν ἀστράβην ἐλαύνων, τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν μαλακίζομαι ἐπ’ ἀστράβης ὀχηθείς· ὁ γὰρ ἀστραβηλάτης ἐπέσπερχε Λουκ. Ξεξιφ. 2, Πολυδ. Η΄, 185· κατὰ τὸν Εὐστάθ. (1625) «ἀσταβηλάται, οἱ αὐτοὺς (τοὺς ἡμιόνους) ἐλαύνοντες».
Greek Monolingual
ἀστραβηλάτης, ο (Α)
ο ημιονηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστράβη + -ηλάτης < ελαύνω «οδηγώ»].