ἀτοκία: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
(6_11) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτοκία''': ἡ, τὸ μὴ τίκτειν, [[στείρωσις]], Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 15. | |lstext='''ἀτοκία''': ἡ, τὸ μὴ τίκτειν, [[στείρωσις]], Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 15. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[esterilidad]] ἀτοκίᾳ προστίθεσθαι ... ἀπηγόρευσαν αὐταῖς Muson.15, γυναικὸς ἀτοκίας ἰᾶται <i>Gp</i>.12.38.1, cf. Gal.<i>Ins.Log</i>.6.3 (cj.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A unfruitfulness, barrenness, Muson,Fr.15 Ap.77H.
German (Pape)
[Seite 387] ἡ, Unfruchtbarkeit, Stob.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτοκία: ἡ, τὸ μὴ τίκτειν, στείρωσις, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 15.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
esterilidad ἀτοκίᾳ προστίθεσθαι ... ἀπηγόρευσαν αὐταῖς Muson.15, γυναικὸς ἀτοκίας ἰᾶται Gp.12.38.1, cf. Gal.Ins.Log.6.3 (cj.).