ἀτοκία

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτοκία Medium diacritics: ἀτοκία Low diacritics: ατοκία Capitals: ΑΤΟΚΙΑ
Transliteration A: atokía Transliteration B: atokia Transliteration C: atokia Beta Code: a)toki/a

English (LSJ)

ἡ, unfruitfulness, barrenness, Muson,Fr.15 Ap.77H.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
esterilidad ἀτοκίᾳ προστίθεσθαι ... ἀπηγόρευσαν αὐταῖς Muson.15, γυναικὸς ἀτοκίας ἰᾶται Gp.12.38.1, cf. Gal.Ins.Log.6.3 (cj.).

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Unfruchtbarkeit, Stob.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτοκία: ἡ, τὸ μὴ τίκτειν, στείρωσις, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 15.

Greek Monolingual

η (AM ἀτοκία) [[[άτοκος]] (Ι)]
1. ανικανότητα για τεκνοποίηση, στειρότητα
2. αγονία, ακαρπία.