ἀφοριστικός: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(6_10)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφοριστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ὁρισμόν, [[ὅμοιος]] ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7.
|lstext='''ἀφοριστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ὁρισμόν, [[ὅμοιος]] ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que delimita]], [[que reduce a límites]] τὸ ἀφοριστικὸν τῆς οἰκείας τάξεως Simp.<i>in Ph</i>.541.4, c. gen. ἀ. τῶν ὄντων Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.824C.<br /><b class="num">2</b> [[aforístico]] [[διδασκαλία]] Gal.11.802<br /><b class="num">•</b>del estilo [[conciso]] ἀ. χαρακτήρ Sophronius en Phot.<i>Bibl</i>.3b<br /><b class="num">•</b>gram. de adv. continuativos, Sch.Luc.<i>Cat</i>.1, <i>EM</i> 296.50G.<br /><b class="num">3</b> [[que rechaza]], [[de rechazo]] δυνάμεις ἀφοριστικαί Dion.Ar.<i>EH</i> M.3.564B.<br /><b class="num">4</b> [[que distingue]] τῇ ἀφοριστικῇ ἰδιότητι ἀπὸ τοῦ πατρός Leont.Byz.M.86.1909C.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de manera aforística]] ἀ. τὰ μετὰ ταῦτα ἐπιτίθεται D.H.<i>Is</i>.7.
}}
}}

Revision as of 12:19, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφοριστικός Medium diacritics: ἀφοριστικός Low diacritics: αφοριστικός Capitals: ΑΦΟΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aphoristikós Transliteration B: aphoristikos Transliteration C: aforistikos Beta Code: a)foristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A delimiting, Simp.in Ph.541.4, al.; separative, Sch.Luc.Nav.1; aphoristic, διδασκαλία Gal.11.802. Adv. -κῶς ibid.; pithily, sententiously, D.H.Is.7.

German (Pape)

[Seite 414] zum Begränzen, Bezeichnen gehörig; trennend; in kurzen Sätzen, aphoristisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοριστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ὁρισμόν, ὅμοιος ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que delimita, que reduce a límites τὸ ἀφοριστικὸν τῆς οἰκείας τάξεως Simp.in Ph.541.4, c. gen. ἀ. τῶν ὄντων Dion.Ar.DN M.3.824C.
2 aforístico διδασκαλία Gal.11.802
del estilo conciso ἀ. χαρακτήρ Sophronius en Phot.Bibl.3b
gram. de adv. continuativos, Sch.Luc.Cat.1, EM 296.50G.
3 que rechaza, de rechazo δυνάμεις ἀφοριστικαί Dion.Ar.EH M.3.564B.
4 que distingue τῇ ἀφοριστικῇ ἰδιότητι ἀπὸ τοῦ πατρός Leont.Byz.M.86.1909C.
II adv. -ῶς de manera aforística ἀ. τὰ μετὰ ταῦτα ἐπιτίθεται D.H.Is.7.