ἀφιλίωτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_17) |
(big3_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφῐλίωτος''': -ον, μεθ’ οὖ δὲν δύναταί τες νὰ φιλιωθῇ, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[ἀδιάλλακτος]]. | |lstext='''ἀφῐλίωτος''': -ον, μεθ’ οὖ δὲν δύναταί τες νὰ φιλιωθῇ, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[ἀδιάλλακτος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[hostil]] Hsch.s.u. ἀσύμβατον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be made a friend of or reconciled, Hsch. s.v. ἀσύμβατον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλίωτος: -ον, μεθ’ οὖ δὲν δύναταί τες νὰ φιλιωθῇ, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀδιάλλακτος.
Spanish (DGE)
-ον hostil Hsch.s.u. ἀσύμβατον.