ἀχύνωψ: Difference between revisions
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
(6_14) |
(big3_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχύνωψ''': ὁ [[ψύλλιον]], «ψυλλοβότανον» ἢ «ψυλλόχορτον»· σταχυώδη μὲν οὖν ἐστιν ὅ τε [[ἀχύνωψ]] ὑπό τινων καλούμενος πλείους ἔχων ἰδέας ἐν ἑαυτῷ Θεοφρ. Ι. Φ. 7. 11. 2. πρβλ. [[κύνωψ]]. | |lstext='''ἀχύνωψ''': ὁ [[ψύλλιον]], «ψυλλοβότανον» ἢ «ψυλλόχορτον»· σταχυώδη μὲν οὖν ἐστιν ὅ τε [[ἀχύνωψ]] ὑπό τινων καλούμενος πλείους ἔχων ἰδέας ἐν ἑαυτῷ Θεοφρ. Ι. Φ. 7. 11. 2. πρβλ. [[κύνωψ]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=bot. [[zaragatona]], [[Plantago psyllium L.]], Thphr.<i>HP</i> 7.11.2, Plin.<i>HN</i> 21.89, 101, quizá tb. ἀχυνώ· πόα τις οὕτω καλεῖται Phot.α 3468.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de κύνωψ q.u. por deformación. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
A = κύνωψ (q.v.), fleawort, Plantago Psyllium, Thphr.HP7.11.2, Plin.HN21.89,101.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχύνωψ: ὁ ψύλλιον, «ψυλλοβότανον» ἢ «ψυλλόχορτον»· σταχυώδη μὲν οὖν ἐστιν ὅ τε ἀχύνωψ ὑπό τινων καλούμενος πλείους ἔχων ἰδέας ἐν ἑαυτῷ Θεοφρ. Ι. Φ. 7. 11. 2. πρβλ. κύνωψ.
Spanish (DGE)
bot. zaragatona, Plantago psyllium L., Thphr.HP 7.11.2, Plin.HN 21.89, 101, quizá tb. ἀχυνώ· πόα τις οὕτω καλεῖται Phot.α 3468.
• Etimología: Deriv. de κύνωψ q.u. por deformación.