ἀφύλισμα: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(6_3) |
(big3_8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφύλισμα''': [ῡ], τό, καθίζημα, [[ἀποστράγγισμα]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[ὀρρός]]. | |lstext='''ἀφύλισμα''': [ῡ], τό, καθίζημα, [[ἀποστράγγισμα]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[ὀρρός]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό [[suero]] Hsch.s.u. ὀρὸς γάλακτος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A whey, Hsch. s.v. ὀρὸς γάλακτος.
German (Pape)
[Seite 416] τό, das Abgeseihete, der Bodensatz, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύλισμα: [ῡ], τό, καθίζημα, ἀποστράγγισμα, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀρρός.
Spanish (DGE)
-ματος, τό suero Hsch.s.u. ὀρὸς γάλακτος.