ἀχειρί: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(6_6)
 
(big3_8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχειρί''': ἐπίρρ., [[ἄνευ]] χειρῶν, ταῖς πύλαις [[ἀχειρί]] καὶ αὐτοματί αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Ἐπιφάν. τ. 2. σ. 271D).
|lstext='''ἀχειρί''': ἐπίρρ., [[ἄνευ]] χειρῶν, ταῖς πύλαις [[ἀχειρί]] καὶ αὐτοματί αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Ἐπιφάν. τ. 2. σ. 271D).
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. [[sin ayuda de manos]], [[por sí mismo]] αὐταῖς ταῖς πύλαις ἀ. καὶ αὐτοματὶ αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Epiph.Const.<i>Hom</i>.M.43.457C.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀχειρί: ἐπίρρ., ἄνευ χειρῶν, ταῖς πύλαις ἀχειρί καὶ αὐτοματί αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Ἐπιφάν. τ. 2. σ. 271D).

Spanish (DGE)

adv. sin ayuda de manos, por sí mismo αὐταῖς ταῖς πύλαις ἀ. καὶ αὐτοματὶ αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Epiph.Const.Hom.M.43.457C.