βρεφώδης: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_7) |
(big3_9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρεφώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] μὲ [[βρέφος]], [[νηπιώδης]], Φίλων 1. 394, Κλήμ. Ἀλ. 123, κτλ. | |lstext='''βρεφώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] μὲ [[βρέφος]], [[νηπιώδης]], Φίλων 1. 394, Κλήμ. Ἀλ. 123, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[infantil]], [[propio de un niño]] λόγος Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.42, como pred. ἐκ δὲ γῆς φύντες βρεφώδεις Diog.Oen.20.12<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ β. [[lo infantil]], [[infantilismo]] (ἀπιδὼν), ἀλλ' εἰς τὸ τῆς διανοίας ἀλόγιστον καὶ πρὸς ἀλήθειαν βρεφῶδες Ph.1.394.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera infantil]] ἵνα ἐμφατικώτερον εἴπω β. Origenes <i>Hom</i>.18.6 <i>in Ier</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 21 August 2017
English (LSJ)
ες,
A childish, Ph.1.394, Diog.Oen.9, Procl.Par. Ptol.284.
German (Pape)
[Seite 463] ες, kindlich, kindisch, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
βρεφώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μὲ βρέφος, νηπιώδης, Φίλων 1. 394, Κλήμ. Ἀλ. 123, κτλ.
Spanish (DGE)
-ες
1 infantil, propio de un niño λόγος Clem.Al.Paed.1.6.42, como pred. ἐκ δὲ γῆς φύντες βρεφώδεις Diog.Oen.20.12
•neutr. subst. τὸ β. lo infantil, infantilismo (ἀπιδὼν), ἀλλ' εἰς τὸ τῆς διανοίας ἀλόγιστον καὶ πρὸς ἀλήθειαν βρεφῶδες Ph.1.394.
2 adv. -ῶς de manera infantil ἵνα ἐμφατικώτερον εἴπω β. Origenes Hom.18.6 in Ier.