γελοιώδης: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(6_7) |
(big3_9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γελοιώδης''': -ες, = [[γέλοιος]] ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 579.- Ἐπίρ.– δῶς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 681. | |lstext='''γελοιώδης''': -ες, = [[γέλοιος]] ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 579.- Ἐπίρ.– δῶς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 681. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas y abstr. [[ridículo]] τὸ [[διήγημα]] Porph.<i>Chr</i>.55, τὸ γελοιῶδες τοῦτο τοῦ φόρου esa ridiculez del impuesto</i> Procop.<i>Arc</i>.23.8, μύθῳ ... γελοιώδει Procop.<i>Goth</i>.4.21.17, γελοιώδεις λόγους καὶ σκώμματά τινα Sch.Nic.<i>Al</i>.130a, ἐμοὶ ... ἀνακόλουθα ταῦτα καὶ γελοιωδέστατα φαίνεται Tz.<i>ad Lyc</i>.805.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[que hace reir]], [[bromista]] [[Αἴσωπος]] ... ὑποκριτὴς [[γελοιώδης]] Sch.Ar.<i>V</i>.566.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[de manera ridícula]] γ. εἴρηκεν Sch.Ar.<i>Pl</i>.681.<br /><b class="num">2</b> [[de modo agradable]], [[divertido]] Hsch.α 7869. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 21 August 2017
English (LSJ)
ες,
A = γέλοιος 11, Porph.Chr.55, Procop.Arc.23, Goth. 4.21, Sch.Ar.V.564. Adv. -δῶς Id.Pl.681, Hsch. s.v. ἀστείως.
German (Pape)
[Seite 480] ες, = γελοῖος, Sp., wie Schol. Ar. Vesp. 566.
Greek (Liddell-Scott)
γελοιώδης: -ες, = γέλοιος ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 579.- Ἐπίρ.– δῶς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 681.
Spanish (DGE)
-ες
I 1de cosas y abstr. ridículo τὸ διήγημα Porph.Chr.55, τὸ γελοιῶδες τοῦτο τοῦ φόρου esa ridiculez del impuesto Procop.Arc.23.8, μύθῳ ... γελοιώδει Procop.Goth.4.21.17, γελοιώδεις λόγους καὶ σκώμματά τινα Sch.Nic.Al.130a, ἐμοὶ ... ἀνακόλουθα ταῦτα καὶ γελοιωδέστατα φαίνεται Tz.ad Lyc.805.
2 de pers. que hace reir, bromista Αἴσωπος ... ὑποκριτὴς γελοιώδης Sch.Ar.V.566.
II adv. -ῶς
1 de manera ridícula γ. εἴρηκεν Sch.Ar.Pl.681.
2 de modo agradable, divertido Hsch.α 7869.