γούνασμα: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(6_21) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γούνασμα''': τό, [[ἱκετεία]], [[δέησις]], Λυκόφρ. 1243·― γουνασμός, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐστ. Ἰλ. Σ. 627. | |lstext='''γούνασμα''': τό, [[ἱκετεία]], [[δέησις]], Λυκόφρ. 1243·― γουνασμός, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐστ. Ἰλ. Σ. 627. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[súplica]] λιταῖς γουνασμάτων con plegarias acompañadas de súplicas</i> Lyc.1244. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A supplication, Lyc.1243:—also γουν-ασμός, ὁ, Eust.627.9.
German (Pape)
[Seite 503] τό, fußfälliges Anflehen, Lyc. 1243.
Greek (Liddell-Scott)
γούνασμα: τό, ἱκετεία, δέησις, Λυκόφρ. 1243·― γουνασμός, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐστ. Ἰλ. Σ. 627.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
súplica λιταῖς γουνασμάτων con plegarias acompañadas de súplicas Lyc.1244.