διακουφίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
(6_20)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακουφίζω''': προσκαίρως [[γίνομαι]] ἐλαφρότερος, χαλαροῦμαι (περὶ νόσων), Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.
|lstext='''διακουφίζω''': προσκαίρως [[γίνομαι]] ἐλαφρότερος, χαλαροῦμαι (περὶ νόσων), Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.
}}
{{DGE
|dgtxt=medic.<br /><b class="num">1</b> [[disminuir]], [[remitir ligera o temporalmente]] (οἱ πυρετοί) σμικρὰ διακουφίζοντες Hp.<i>Epid</i>.1.7, cf. 1.26.13, 3.17.1.<br /><b class="num">2</b> tr. [[mejorar]], [[aliviar]] τὸ ἧπαρ καὶ τοὺς πυρετοὺς οὐδὲ σμικρὸν οἱ ὕδεροι διακουφίζουσιν Ruf. en Orib.45.30.69, τοῖς ὀδοῦσι συμφέρει καὶ διακουφίζει τὴν κεφαλήν Ruf. en Orib.<i>Syn</i>.1.18.
}}
}}

Revision as of 12:23, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακουφίζω Medium diacritics: διακουφίζω Low diacritics: διακουφίζω Capitals: ΔΙΑΚΟΥΦΙΖΩ
Transliteration A: diakouphízō Transliteration B: diakouphizō Transliteration C: diakoufizo Beta Code: diakoufi/zw

English (LSJ)

intr.,

   A become lighter for an interval, remit, σμικρὰ δ. Hp.Epid.1.7.    2 trans., relieve, σπλῆνα Ruf. ap. Orib.45.30.69.

German (Pape)

[Seite 583] erleichtern; – von Krankheiten, nachlassen, gelindert werden, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διακουφίζω: προσκαίρως γίνομαι ἐλαφρότερος, χαλαροῦμαι (περὶ νόσων), Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.

Spanish (DGE)

medic.
1 disminuir, remitir ligera o temporalmente (οἱ πυρετοί) σμικρὰ διακουφίζοντες Hp.Epid.1.7, cf. 1.26.13, 3.17.1.
2 tr. mejorar, aliviar τὸ ἧπαρ καὶ τοὺς πυρετοὺς οὐδὲ σμικρὸν οἱ ὕδεροι διακουφίζουσιν Ruf. en Orib.45.30.69, τοῖς ὀδοῦσι συμφέρει καὶ διακουφίζει τὴν κεφαλήν Ruf. en Orib.Syn.1.18.