διακριτέον: Difference between revisions
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>et plur.</i> διακριτέα;<br /><i>adj. verb. de</i> [[διακρίνω]]. | |btext=<i>et plur.</i> διακριτέα;<br /><i>adj. verb. de</i> [[διακρίνω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[hay que decidir]] οὐδὲ δίκαις καὶ λόγοις διακριτέα μὴ λόγῳ καὶ αὐτοὺς βλαπτομένους Th.1.86.<br /><b class="num">2</b> [[hay que distinguir]] ὃν δ. τῷ τῆς γεύσεως κριτηρίῳ Dsc.5.106, cf. D.L.9.92, δ. ταῦτα ἀπ' ἀλλήλων Iambl.<i>Myst</i>.2.2, περὶ ἑκάστου πράγματος τῆς οὐσίας τὰ συμβεβηκότα δ. Clem.Al.<i>Strom</i>.6.17.150.<br /><b class="num">II</b> medic.<br /><b class="num">1</b> [[hay que diagnosticar]] τὸ ... ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα Sor.<i>Fract</i>.156.37, αὐτὰ τοῖς ἐφεξῆς εἰρησομένοις σημείοις Paul.Aeg.6.113.<br /><b class="num">2</b> [[hay que separar]], [[hay que amputar]] τὴν πρόσφυσιν Sor.152.18. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A one must decide, D.L.9.92: pl. -έα Th.1.86. 2 one must distinguish, Dsc.5.106, Porph.Abst.2.50, Iamb.Myst.2.2: Adj. -κριτέος, α, ον, to be distinguished, Philostr.Gym.33. 3 one must separate, Sor.2.89.
Greek (Liddell-Scott)
διακριτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διακρίνειν, Διοσκ. 5.123, Διογ. Λαέρτ. 9.92· ἢ διακριτέα Θουκ. 1. 86.
French (Bailly abrégé)
et plur. διακριτέα;
adj. verb. de διακρίνω.
Spanish (DGE)
I 1hay que decidir οὐδὲ δίκαις καὶ λόγοις διακριτέα μὴ λόγῳ καὶ αὐτοὺς βλαπτομένους Th.1.86.
2 hay que distinguir ὃν δ. τῷ τῆς γεύσεως κριτηρίῳ Dsc.5.106, cf. D.L.9.92, δ. ταῦτα ἀπ' ἀλλήλων Iambl.Myst.2.2, περὶ ἑκάστου πράγματος τῆς οὐσίας τὰ συμβεβηκότα δ. Clem.Al.Strom.6.17.150.
II medic.
1 hay que diagnosticar τὸ ... ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα Sor.Fract.156.37, αὐτὰ τοῖς ἐφεξῆς εἰρησομένοις σημείοις Paul.Aeg.6.113.
2 hay que separar, hay que amputar τὴν πρόσφυσιν Sor.152.18.