διαπεράσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
(6_3)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπεράσιμος''': [ᾱ], -ον, ὁ διαπεραστικός, [[ὀξύς]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Μ. 439, κτλ.
|lstext='''διαπεράσιμος''': [ᾱ], -ον, ὁ διαπεραστικός, [[ὀξύς]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Μ. 439, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[accesible]]glos. a [[βατός]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[penetrante]] de la voz, como expl. de [[διαπρύσιος]]: δ. εἰς ἀκοάς Sch.<i>Il</i>.12.439, cf. Eust.709.48.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπεράσιμος Medium diacritics: διαπεράσιμος Low diacritics: διαπεράσιμος Capitals: ΔΙΑΠΕΡΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: diaperásimos Transliteration B: diaperasimos Transliteration C: diaperasimos Beta Code: diapera/simos

English (LSJ)

[ρᾱ], ον,

   A penetrating, Sch.Il.12.439, Eust.709.48.

German (Pape)

[Seite 594] durchdringend, Schol. Il. 12, 439. 13, 149.

Greek (Liddell-Scott)

διαπεράσιμος: [ᾱ], -ον, ὁ διαπεραστικός, ὀξύς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Μ. 439, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 accesibleglos. a βατός Hsch.
2 penetrante de la voz, como expl. de διαπρύσιος: δ. εἰς ἀκοάς Sch.Il.12.439, cf. Eust.709.48.