διαναγκάζω: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(6_13b) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διᾰναγκάζω''': μέλλ. -άσω, [[εἰσάγω]] διὰ τῆς βίας, [[ἐπιφέρω]] βίαν, [[ἀναγκάζω]], Πλάτ. Νόμ. 836Α· [[ἐπανάγω]] εἰς τὴν θέσιν του [[μέλος]] ἐξηρθρωμένον, πρβλ. ἀρθρεμβολῶ, Ἱππ. 863F· - δ. πόρους, ἀνοίγω τοὺς πόρους βιαίως, ὁ αὐτ. 364. 17. | |lstext='''διᾰναγκάζω''': μέλλ. -άσω, [[εἰσάγω]] διὰ τῆς βίας, [[ἐπιφέρω]] βίαν, [[ἀναγκάζω]], Πλάτ. Νόμ. 836Α· [[ἐπανάγω]] εἰς τὴν θέσιν του [[μέλος]] ἐξηρθρωμένον, πρβλ. ἀρθρεμβολῶ, Ἱππ. 863F· - δ. πόρους, ἀνοίγω τοὺς πόρους βιαίως, ὁ αὐτ. 364. 17. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> c. inf. [[forzar]], [[obligar a]] τὴν ὄψιν πρὸς τούτοις εἶναι Arist.<i>Pr</i>.959<sup>a</sup>36, en v. pas. ἡ ... ὄψις διηναγκασμένη μὴ ἀποβλέπειν [[ἄλλοσε]] Pl.<i>Lg</i>.836a, τέρατα διηνάγκασται φάναι Pl.<i>Phlb</i>.14e, προσᾴδειν αὐλῷ ... διηναγκασμένοι Pl.<i>Lg</i>.670b.<br /><b class="num">2</b> c. ac., medic. [[forzar]], [[realizar una acción forzando]] τὰ δὲ ἐμβλητέα ἢ διορθωτέα διαναγκάσαι [[δεῖ]] ἐκτείνοντα las (partes) que deben ser reducidas o encajadas hay que forzarlas a separarse mediante la extensión</i> Hp.<i>Mochl</i>.38, τοὺς πόρους διαναγκάσαι forzar los poros, e.e. abrirlos</i> Hp.<i>Vict</i>.2.64, ὑπὸ τοῦ σπόγγου διεναγκαζομένη ... ἡ σύριγξ la fístula dilatada por la esponja</i> Hp.<i>Fist</i>.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A drill, train, Pl.Lg.836a (Pass.); reduce dislocation, Hp.Mochl.38; δ. πόρους force open the pores, Id.Vict.2.64:—Pass., to be dilated, Id.Fist.4.
German (Pape)
[Seite 591] durchzwängen, πόρους, durch die Poren, Hippocr.; – verstärktes simpl.; διηνάγκασται φάναι Plat. Phil. 14 e, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, εἰσάγω διὰ τῆς βίας, ἐπιφέρω βίαν, ἀναγκάζω, Πλάτ. Νόμ. 836Α· ἐπανάγω εἰς τὴν θέσιν του μέλος ἐξηρθρωμένον, πρβλ. ἀρθρεμβολῶ, Ἱππ. 863F· - δ. πόρους, ἀνοίγω τοὺς πόρους βιαίως, ὁ αὐτ. 364. 17.
Spanish (DGE)
1 c. inf. forzar, obligar a τὴν ὄψιν πρὸς τούτοις εἶναι Arist.Pr.959a36, en v. pas. ἡ ... ὄψις διηναγκασμένη μὴ ἀποβλέπειν ἄλλοσε Pl.Lg.836a, τέρατα διηνάγκασται φάναι Pl.Phlb.14e, προσᾴδειν αὐλῷ ... διηναγκασμένοι Pl.Lg.670b.
2 c. ac., medic. forzar, realizar una acción forzando τὰ δὲ ἐμβλητέα ἢ διορθωτέα διαναγκάσαι δεῖ ἐκτείνοντα las (partes) que deben ser reducidas o encajadas hay que forzarlas a separarse mediante la extensión Hp.Mochl.38, τοὺς πόρους διαναγκάσαι forzar los poros, e.e. abrirlos Hp.Vict.2.64, ὑπὸ τοῦ σπόγγου διεναγκαζομένη ... ἡ σύριγξ la fístula dilatada por la esponja Hp.Fist.4.