διαπόρευσις: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(6_8) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπόρευσις''': -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. [[διαπορεία]]. | |lstext='''διαπόρευσις''': -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. [[διαπορεία]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[travesía]]glos. a [[διαπορεία]] Sud., <i>Anecd.Ludw</i>.207.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A gloss on διαπορεία, Suid.
German (Pape)
[Seite 597] ἡ, das Durchreisen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
διαπόρευσις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. διαπορεία.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
travesíaglos. a διαπορεία Sud., Anecd.Ludw.207.5.