διαρρικνόομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(6_2) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαρρικνόομαι''': [[κάμπτω]] τὴν ὀσφὺν ἀσχημόνως, [[λυγίζω]] τὸ [[σῶμα]], ἐπὶ ἀπρεποῦς τινος ὀρχήσεως, Κρατῖν. Τροφ. 4. | |lstext='''διαρρικνόομαι''': [[κάμπτω]] τὴν ὀσφὺν ἀσχημόνως, [[λυγίζω]] τὸ [[σῶμα]], ἐπὶ ἀπρεποῦς τινος ὀρχήσεως, Κρατῖν. Τροφ. 4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> διαρικ- Hsch.s.u. διαρικνοῦσθαι<br /><b class="num">1</b> [[mover las caderas indecorosamente]] al bailar el κόρδαξ: ξίφιζε καὶ πόδιζε καὶ διαρρικνοῦ Cratin.234, cf. Hsch.s.uu. διαρικνοῦσθαι y διερικνοῦντο, Paus.Gr.δ 13.<br /><b class="num">2</b> [[encorvarse]], [[hacerse ganchudo]] Hsch.s.u. διερικνοῦντο.<br /><b class="num">3</b> [[arrugar]] en v. pas. τὸ ῥυπῶδες τοῦ τριβωνίου καὶ διερρικνωμένον <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.184.16. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A draw up and twist the body, of an unseemly kind of dance, Cratin.219.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρικνόομαι: κάμπτω τὴν ὀσφὺν ἀσχημόνως, λυγίζω τὸ σῶμα, ἐπὶ ἀπρεποῦς τινος ὀρχήσεως, Κρατῖν. Τροφ. 4.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): διαρικ- Hsch.s.u. διαρικνοῦσθαι
1 mover las caderas indecorosamente al bailar el κόρδαξ: ξίφιζε καὶ πόδιζε καὶ διαρρικνοῦ Cratin.234, cf. Hsch.s.uu. διαρικνοῦσθαι y διερικνοῦντο, Paus.Gr.δ 13.
2 encorvarse, hacerse ganchudo Hsch.s.u. διερικνοῦντο.
3 arrugar en v. pas. τὸ ῥυπῶδες τοῦ τριβωνίου καὶ διερρικνωμένον Tz.Comm.Ar.1.184.16.