διαχάλασις: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(6_8)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχάλᾰσις''': -εως, ἡ, χαλάρωσις τῆς ἑνώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903·- διαχάλασμα, τό, [[χάσμα]], κενὸν ἐκ χαλαρότητος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22.
|lstext='''διαχάλᾰσις''': -εως, ἡ, χαλάρωσις τῆς ἑνώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903·- διαχάλασμα, τό, [[χάσμα]], κενὸν ἐκ χαλαρότητος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[separación]], [[apertura]] τῆς ῥαφῆς ref. a las suturas del cráneo, Hp.<i>VC</i> 12.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχάλᾰσις Medium diacritics: διαχάλασις Low diacritics: διαχάλασις Capitals: ΔΙΑΧΑΛΑΣΙΣ
Transliteration A: diachálasis Transliteration B: diachalasis Transliteration C: diachalasis Beta Code: diaxa/lasis

English (LSJ)

[χᾰ], εως, ἡ,

   A disjoining in the sutures of the skull, Hp. VC12.

German (Pape)

[Seite 613] ἡ, das Nachlassen, die Erweiterung, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διαχάλᾰσις: -εως, ἡ, χαλάρωσις τῆς ἑνώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903·- διαχάλασμα, τό, χάσμα, κενὸν ἐκ χαλαρότητος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
separación, apertura τῆς ῥαφῆς ref. a las suturas del cráneo, Hp.VC 12.