διφρουργία: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(6_9)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διφρουργία''': ἡ, (*[[ἔργω]]) =[[διφροπηγία]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 10, 1.
|lstext='''διφρουργία''': ἡ, (*[[ἔργω]]) =[[διφροπηγία]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 10, 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[fabricación de sillas]] χρήσιμον ... ξύλον ... εἰς διφρουργίαν Thphr.<i>HP</i> 3.10.1.
}}
}}

Revision as of 12:25, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφρουργία Medium diacritics: διφρουργία Low diacritics: διφρουργία Capitals: ΔΙΦΡΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: diphrourgía Transliteration B: diphrourgia Transliteration C: difrourgia Beta Code: difrourgi/a

English (LSJ)

η, (ἔργον)

   A making chairs, Thphr.HP3.10.1.

German (Pape)

[Seite 645] ἡ, das Wagenbauen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διφρουργία: ἡ, (*ἔργω) =διφροπηγία, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 10, 1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
fabricación de sillas χρήσιμον ... ξύλον ... εἰς διφρουργίαν Thphr.HP 3.10.1.