διφθερόομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
(6_6)
(big3_12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διφθερόομαι''': ἐνδύομαι δερμάτινον [[ἱμάτιον]], Στράβ. 831· πρβλ. καταδ-.
|lstext='''διφθερόομαι''': ἐνδύομαι δερμάτινον [[ἱμάτιον]], Στράβ. 831· πρβλ. καταδ-.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[cubrirse con pieles]] τἆλλα δὲ μέρη (τοῦ σώματος) Str.17.3.11.
}}
}}

Revision as of 12:25, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφθερόομαι Medium diacritics: διφθερόομαι Low diacritics: διφθερόομαι Capitals: ΔΙΦΘΕΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: diphtheróomai Transliteration B: diphtheroomai Transliteration C: diftheroomai Beta Code: difqero/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be clad in leather, Str.17.3.11.

Greek (Liddell-Scott)

διφθερόομαι: ἐνδύομαι δερμάτινον ἱμάτιον, Στράβ. 831· πρβλ. καταδ-.

Spanish (DGE)

cubrirse con pieles τἆλλα δὲ μέρη (τοῦ σώματος) Str.17.3.11.