δυσαπόλυτος: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(6_16) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαπόλῠτος''': -ον, δυσκόλως ἀπολυόμενος, ἀποσπώμενος. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Γαλην. 6, 313. | |lstext='''δυσαπόλῠτος''': -ον, δυσκόλως ἀπολυόμενος, ἀποσπώμενος. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Γαλην. 6, 313. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de eliminar]] medic. τὰ ὑγρά Gal.7.172, cf. 17(1).836<br /><b class="num">•</b>fig. [[de lo que es difícil desprenderse]] δυσαπόλυτον πάθος τὸ φιλότιμον Olymp.<i>in Alc</i>.51.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en forma muy difícil de desprenderse]] ἐν τῷ συνουσιάζειν δ. ἔχει Erot.28.17, τὰ δὲ γλίσχρα τῆς ἀρτηρίας ἀντέχεται δ. Gal.7.172, τὰ ἐμπλαττόμενα δ. Gal.15.458, cf. 8.284, c. gen. τὸ δ. ἔχεσθαι τῶν μορίων de ciertos tumores, Paul.Aeg.4.26.1, cf. Anon.<i>Prol</i>.15.65. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to get free of, δ. πάθος τὸ φιλότιμον Olymp.in Alc.p.51 C. Adv. -τως Erot. s.v. βλακεύειν, Gal.8.284.
German (Pape)
[Seite 676] schwer abzulösen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπόλῠτος: -ον, δυσκόλως ἀπολυόμενος, ἀποσπώμενος. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Γαλην. 6, 313.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de eliminar medic. τὰ ὑγρά Gal.7.172, cf. 17(1).836
•fig. de lo que es difícil desprenderse δυσαπόλυτον πάθος τὸ φιλότιμον Olymp.in Alc.51.
2 adv. -ως en forma muy difícil de desprenderse ἐν τῷ συνουσιάζειν δ. ἔχει Erot.28.17, τὰ δὲ γλίσχρα τῆς ἀρτηρίας ἀντέχεται δ. Gal.7.172, τὰ ἐμπλαττόμενα δ. Gal.15.458, cf. 8.284, c. gen. τὸ δ. ἔχεσθαι τῶν μορίων de ciertos tumores, Paul.Aeg.4.26.1, cf. Anon.Prol.15.65.