δυσόριστος: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(6_16) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσόριστος''': -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5. | |lstext='''δυσόριστος''': -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que difícilmente adopta un límite impuesto]]op. εὐόριστος ref. a los sólidos, Arist.<i>GC</i> 329<sup>b</sup>32, cf. <i>Mete</i>.378<sup>b</sup>24, Simp.<i>in Ph</i>.481.32, del estilo de un orador, D.H.<i>Din</i>.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.<i>Or</i>.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ [[δαίμων]] Ath.Al.M.28.536B. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A difficult to adapt to a limit, Arist.Mete.378b24, GC329b32. II difficult to define, χαρακτήρ D.H.Din.5.
German (Pape)
[Seite 685] schwer zu begränzen, zu bestimmen, Dion. Hal. de Din. 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσόριστος: -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5.
Spanish (DGE)
-ον
que difícilmente adopta un límite impuestoop. εὐόριστος ref. a los sólidos, Arist.GC 329b32, cf. Mete.378b24, Simp.in Ph.481.32, del estilo de un orador, D.H.Din.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.Or.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ δαίμων Ath.Al.M.28.536B.