δυσαίσθητος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσαίσθητος''': -ον, [[ἀναίσθητος]], Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 72· τὸ δυσαίσθητον = [[ἀναισθησία]], Γαλην. 1. 346. ΙΙ. παθητ., ὁ δυσκόλως ὑποπίπτων εἰς τὰς αἰσθήσεις, δυσκόλως ἀνιχνευόμενος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 12.
|lstext='''δυσαίσθητος''': -ον, [[ἀναίσθητος]], Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 72· τὸ δυσαίσθητον = [[ἀναισθησία]], Γαλην. 1. 346. ΙΙ. παθητ., ὁ δυσκόλως ὑποπίπτων εἰς τὰς αἰσθήσεις, δυσκόλως ἀνιχνευόμενος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 12.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[percibido con dificultad]], [[difícilmente perceptible]] σχήματα Alex.Aphr.<i>in Sens</i>.85.24<br /><b class="num">•</b>[[difícil de seguir, de rastrear]] πνεύματα τῶν ἰχνῶν en la caza, Poll.5.12.<br /><b class="num">2</b> [[poco sensible]] δάκτυλοι Gal.6.434, 8.213, (τὸ ζῷον) δυσαίσθητον ἢ παντελῶς ἀναίσθητον γίγνεται Gal.4.784, σώματα Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.72.<br /><b class="num">II</b> de pers. [[incapaz de captar un razonamiento]] ἀφυὴς ἐγὼ καὶ βραδὺς καὶ δ. Aristo Phil.14.8, cf. Adam.1.7.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαίσθητος Medium diacritics: δυσαίσθητος Low diacritics: δυσαίσθητος Capitals: ΔΥΣΑΙΣΘΗΤΟΣ
Transliteration A: dysaísthētos Transliteration B: dysaisthētos Transliteration C: dysaisthitos Beta Code: dusai/sqhtos

English (LSJ)

ον,

   A insensible, σώματα Alex.Aphr.Pr.1.72, cf.Adam.1.7; τὸ δυσαίσθητον, = ἀναισθησία, Gal.4.784.    II Pass., scarcely perceptible, Alex.Aphr.in Sens.85.24; hard to trace, Poll.5.12.

German (Pape)

[Seite 675] 1) unempfindlich, gefühllos, Sp., bes. Medic. – 2) schwer zu bemerken; ἴχνη Poll. 5, 12.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαίσθητος: -ον, ἀναίσθητος, Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 72· τὸ δυσαίσθητον = ἀναισθησία, Γαλην. 1. 346. ΙΙ. παθητ., ὁ δυσκόλως ὑποπίπτων εἰς τὰς αἰσθήσεις, δυσκόλως ἀνιχνευόμενος, Πολυδ. Ε΄, 12.

Spanish (DGE)

-ον
I 1percibido con dificultad, difícilmente perceptible σχήματα Alex.Aphr.in Sens.85.24
difícil de seguir, de rastrear πνεύματα τῶν ἰχνῶν en la caza, Poll.5.12.
2 poco sensible δάκτυλοι Gal.6.434, 8.213, (τὸ ζῷον) δυσαίσθητον ἢ παντελῶς ἀναίσθητον γίγνεται Gal.4.784, σώματα Alex.Aphr.Pr.1.72.
II de pers. incapaz de captar un razonamiento ἀφυὴς ἐγὼ καὶ βραδὺς καὶ δ. Aristo Phil.14.8, cf. Adam.1.7.