δυσαπάλειπτος: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(6_18) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαπάλειπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀπαλείψῃ τις, [[δυσεξάλειπτος]], Σχόλ. Σοφ. Τρ. 696. | |lstext='''δυσαπάλειπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀπαλείψῃ τις, [[δυσεξάλειπτος]], Σχόλ. Σοφ. Τρ. 696. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de borrar]]glos. a [[δύσνιπτος]] Sch.S.<i>Tr</i>.682P.<br /><b class="num">•</b>fig. [[difícil de borrar]], [[de olvidar]] τὸ ... λυπῆσαν ... δυσαπάλειπτον Hdn.2.3.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
[ᾰλ], ον,
A hard to wipe out, Sch.S.Tr.682.
German (Pape)
[Seite 676] schwer wegzutilgen, Schol. Soph. Tr. 696.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπάλειπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀπαλείψῃ τις, δυσεξάλειπτος, Σχόλ. Σοφ. Τρ. 696.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de borrarglos. a δύσνιπτος Sch.S.Tr.682P.
•fig. difícil de borrar, de olvidar τὸ ... λυπῆσαν ... δυσαπάλειπτον Hdn.2.3.7.