ἐκδηθύνω: Difference between revisions
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(6_7) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκδηθύνω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[δηθύνω]], ἢν δὲ καὶ ἐκδηθύνῃ (ἡ [[νόσος]]) χρόνῳ καρτερὰ ἔσται, ἐὰν δὲ διαρκῇ ἢ βραδύνῃ νὰ ἰαθῇ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1. | |lstext='''ἐκδηθύνω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[δηθύνω]], ἢν δὲ καὶ ἐκδηθύνῃ (ἡ [[νόσος]]) χρόνῳ καρτερὰ ἔσται, ἐὰν δὲ διαρκῇ ἢ βραδύνῃ νὰ ἰαθῇ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[prolongarse]], [[perdurar]]de las enfermedades, Aret.<i>CD</i> 1.1.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
A to be protracted, of disease, Aret.CD1.1.
German (Pape)
[Seite 756] = simpl., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδηθύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ δηθύνω, ἢν δὲ καὶ ἐκδηθύνῃ (ἡ νόσος) χρόνῳ καρτερὰ ἔσται, ἐὰν δὲ διαρκῇ ἢ βραδύνῃ νὰ ἰαθῇ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1.
Spanish (DGE)
prolongarse, perdurarde las enfermedades, Aret.CD 1.1.1.