ἐκδρέπομαι: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(6_2) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκδρέπομαι''': [[κόπτω]] ἔκ τινος, καὶ τούτων (τῶν δένδρων) ἐκδρεψάμενος [[φύλλον]] ὑπερμάλαττον τοῖς δακτύλοις Ἀρισταίν. 1. 13. | |lstext='''ἐκδρέπομαι''': [[κόπτω]] ἔκ τινος, καὶ τούτων (τῶν δένδρων) ἐκδρεψάμενος [[φύλλον]] ὑπερμάλαττον τοῖς δακτύλοις Ἀρισταίν. 1. 13. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[arrancar de]] τούτων (δένδρων) ἐκδρεψάμενος φύλλον Aristaenet.1.3.11. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
A pluck off, τούτων φύλλον Aristaenet.1.3 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 758] herauspflücken, Aristaenet. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδρέπομαι: κόπτω ἔκ τινος, καὶ τούτων (τῶν δένδρων) ἐκδρεψάμενος φύλλον ὑπερμάλαττον τοῖς δακτύλοις Ἀρισταίν. 1. 13.
Spanish (DGE)
arrancar de τούτων (δένδρων) ἐκδρεψάμενος φύλλον Aristaenet.1.3.11.