ἐκφαντορικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_10)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκφαντορικός''': -ή, -όν, = [[ἐξαγγελτικός]], [[ἑρμηνευτικός]], παρα-[[στατικός]], Πρόκλ. Παρμεν. 530 (96), Διονύσ. Ἀρεοπ. 137Α, 186Α, κλ.: ‒ Ἐπίρρ. ἐκφαντορικῶς, Διονύσ. Ἀρεοπ. 205C Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 740, 18.
|lstext='''ἐκφαντορικός''': -ή, -όν, = [[ἐξαγγελτικός]], [[ἑρμηνευτικός]], παρα-[[στατικός]], Πρόκλ. Παρμεν. 530 (96), Διονύσ. Ἀρεοπ. 137Α, 186Α, κλ.: ‒ Ἐπίρρ. ἐκφαντορικῶς, Διονύσ. Ἀρεοπ. 205C Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 740, 18.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ά, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que manifiesta o revela]], [[revelador]], [[iluminador]] c. gen., esp. en cont. fil.-místico ἡ τῆς ἀληθείας ἐ. [[δύναμις]] Procl.<i>Theol.Plat</i>.6.12, τὸ ὄνομα· ὄργανον [[γάρ]] ἐστιν ... ἐκφαντορικὸν τῆς τῶν πραγμάτων οὐσίας Procl.<i>in Cra</i>.16, crist. ὅλων τοῦ θεοῦ προόδων ἐ. [[ἀγαθωνυμία]] Dion.Ar.<i>DN</i> 3.1, cf. <i>CH</i> 4.4<br /><b class="num">•</b>de las funciones sacerdotales [[simbólicamente revelador]] Dion.Ar.<i>EH</i> 112.2, 128.15, ὕμνος Ath.Al.M.28.940B.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[en forma místicamente reveladora]] ἡ τῶν Σεραφὶμ ἐπωνυμία ἐ. διδάσκει Dion.Ar.<i>CH</i> 7.1, ref. a la doctrina cristiana considerada κρυφία Dion.Ar.<i>DN</i> 1.4.
}}
}}

Revision as of 12:29, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφαντορικός Medium diacritics: ἐκφαντορικός Low diacritics: εκφαντορικός Capitals: ΕΚΦΑΝΤΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: ekphantorikós Transliteration B: ekphantorikos Transliteration C: ekfantorikos Beta Code: e)kfantoriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A revealing, τῆς ἀληθείας Procl.Theol.Plat.6.12; τῆς οὐσίας Id.in Cra.p.16P., al., cf. Dam.Pr. 367.

German (Pape)

[Seite 784] ή, όν, offenbarend, erklärend, Dion. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφαντορικός: -ή, -όν, = ἐξαγγελτικός, ἑρμηνευτικός, παρα-στατικός, Πρόκλ. Παρμεν. 530 (96), Διονύσ. Ἀρεοπ. 137Α, 186Α, κλ.: ‒ Ἐπίρρ. ἐκφαντορικῶς, Διονύσ. Ἀρεοπ. 205C Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 740, 18.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
1 que manifiesta o revela, revelador, iluminador c. gen., esp. en cont. fil.-místico ἡ τῆς ἀληθείας ἐ. δύναμις Procl.Theol.Plat.6.12, τὸ ὄνομα· ὄργανον γάρ ἐστιν ... ἐκφαντορικὸν τῆς τῶν πραγμάτων οὐσίας Procl.in Cra.16, crist. ὅλων τοῦ θεοῦ προόδων ἐ. ἀγαθωνυμία Dion.Ar.DN 3.1, cf. CH 4.4
de las funciones sacerdotales simbólicamente revelador Dion.Ar.EH 112.2, 128.15, ὕμνος Ath.Al.M.28.940B.
2 adv. -ῶς en forma místicamente reveladora ἡ τῶν Σεραφὶμ ἐπωνυμία ἐ. διδάσκει Dion.Ar.CH 7.1, ref. a la doctrina cristiana considerada κρυφία Dion.Ar.DN 1.4.