Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκφυτεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(6_2)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκφῠτεύω''': [[μεταφυτεύω]] [[ἐπάνω]] εἰς [[δένδρον]], διὰ τί [[πήγανον]] κάλλιστον καὶ πλεῖστον γίνεται ἐάν τις ἐκφυτεύσῃ εἰς συκῆν; ἐκφυτεύεται δὲ περὶ τὸν φλοιὸν καὶ περιπλάττεται πηλῷ Ἀριστ. Προβλ. 20. 18· [[φυτεύω]] τόπον, πληρῶ φυτῶν, Ἡρακλείδ. Ποντικ. 11, Φιλόστρ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 332, 26.
|lstext='''ἐκφῠτεύω''': [[μεταφυτεύω]] [[ἐπάνω]] εἰς [[δένδρον]], διὰ τί [[πήγανον]] κάλλιστον καὶ πλεῖστον γίνεται ἐάν τις ἐκφυτεύσῃ εἰς συκῆν; ἐκφυτεύεται δὲ περὶ τὸν φλοιὸν καὶ περιπλάττεται πηλῷ Ἀριστ. Προβλ. 20. 18· [[φυτεύω]] τόπον, πληρῶ φυτῶν, Ἡρακλείδ. Ποντικ. 11, Φιλόστρ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 332, 26.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[injertar]] πήγανον ... εἰς συκῆν Arist.<i>Pr</i>.924<sup>b</sup>36, en v. pas. ἐκφυτεύεται se injerta</i> Arist.<i>Pr</i>.<i>ib</i>.<br /><b class="num">2</b> [[plantar]] χώραν Heraclid.Lemb.<i>Pol</i>.36, ὃ ([[ἄλσος]]) Philostr.<i>VS</i> 527, en v. pas. γῆ ... ἐκπεφυτευμένη δένδρεσι Philostr.<i>VS</i> 606.
}}
}}

Revision as of 12:29, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφῠτευω Medium diacritics: ἐκφυτεύω Low diacritics: εκφυτεύω Capitals: ΕΚΦΥΤΕΥΩ
Transliteration A: ekphyteúō Transliteration B: ekphyteuō Transliteration C: ekfyteyo Beta Code: e)kfuteuw

English (LSJ)

   A plant out, πήγανον εἰς συκῆν Arist.Pr.924b36.    II plant, χώραν Heraclid.Pol.36; ἄλσος Philostr.VS1.23.2:—Pass., ib. 2.23 3.

German (Pape)

[Seite 787] aus-, verpflanzen; εἰς συκῆν Arist. Probl. 20, 18; bepflanzen, Heracl. Pont. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφῠτεύω: μεταφυτεύω ἐπάνω εἰς δένδρον, διὰ τί πήγανον κάλλιστον καὶ πλεῖστον γίνεται ἐάν τις ἐκφυτεύσῃ εἰς συκῆν; ἐκφυτεύεται δὲ περὶ τὸν φλοιὸν καὶ περιπλάττεται πηλῷ Ἀριστ. Προβλ. 20. 18· φυτεύω τόπον, πληρῶ φυτῶν, Ἡρακλείδ. Ποντικ. 11, Φιλόστρ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 332, 26.

Spanish (DGE)

1 injertar πήγανον ... εἰς συκῆν Arist.Pr.924b36, en v. pas. ἐκφυτεύεται se injerta Arist.Pr.ib.
2 plantar χώραν Heraclid.Lemb.Pol.36, ὃ (ἄλσος) Philostr.VS 527, en v. pas. γῆ ... ἐκπεφυτευμένη δένδρεσι Philostr.VS 606.