μεταφυτεύω
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
A transplant, Thphr. HP 2.6.3, Philem. 147, Sor.1.87 (Pass.); μεταφυτέοντες is f.l. in Hp.Aër.12.
2 μ. χώραν, = pastino, repastino, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 156] umpflanzen, verpflanzen; δένδρον, Philem. frg. inc. 54; Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταφῠτεύω: φυτεύω ἀλλαχοῦ, μεταφέρω, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 3, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 54· ἡμαρτημένη γραφὴ μεταφυτεύω, ἐν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 288. Ἐντεῦθεν μεταφῠτεία, ἡ, τὸ μεταφυτεύειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 3· καὶ μεταφύτευσις, εως, Γεωπ. 3. 2, 1.
Greek Monolingual
και ματαφυτεύω (ΑΜ μεταφυτεύω, Μ και ματαφυτεύω)
(γενικά) αποσπώ ένα φυτό από τη θέση του και το φυτεύω σε άλλη θέση
νεοελλ.
1. (ειδικά) φυτεύω φυτάριο από το φυτώριο στον αγρό
2. μτφ. μεταφέρω και μεταδίδω ιδέες, έθιμα ή μεθόδους από έναν τόπο σε άλλον
αρχ.
σκαλίζω ή ανασκαλεύω τη γη.