μεταφυτεύω

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφῠτεύω Medium diacritics: μεταφυτεύω Low diacritics: μεταφυτεύω Capitals: ΜΕΤΑΦΥΤΕΥΩ
Transliteration A: metaphyteúō Transliteration B: metaphyteuō Transliteration C: metafyteyo Beta Code: metafuteu/w

English (LSJ)

A transplant, Thphr. HP 2.6.3, Philem. 147, Sor.1.87 (Pass.); μεταφυτέοντες is f.l. in Hp.Aër.12.
2 μ. χώραν, = pastino, repastino, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 156] umpflanzen, verpflanzen; δένδρον, Philem. frg. inc. 54; Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταφῠτεύω: φυτεύω ἀλλαχοῦ, μεταφέρω, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 3, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 54· ἡμαρτημένη γραφὴ μεταφυτεύω, ἐν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 288. Ἐντεῦθεν μεταφῠτεία, ἡ, τὸ μεταφυτεύειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 3· καὶ μεταφύτευσις, εως, Γεωπ. 3. 2, 1.

Greek Monolingual

και ματαφυτεύω (ΑΜ μεταφυτεύω, Μ και ματαφυτεύω)
(γενικά) αποσπώ ένα φυτό από τη θέση του και το φυτεύω σε άλλη θέση
νεοελλ.
1. (ειδικά) φυτεύω φυτάριο από το φυτώριο στον αγρό
2. μτφ. μεταφέρω και μεταδίδω ιδέες, έθιμα ή μεθόδους από έναν τόπο σε άλλον
αρχ.
σκαλίζω ή ανασκαλεύω τη γη.