ἐλλαμπρύνομαι: Difference between revisions
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
(6_20) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλλαμπρύνομαι''': παθ., λαμπρύνομαι, [[διαπρέπω]], φαίνομαι [[μέγας]]. [[μηδὲ]] τούτῳ ἐμπαράσχητε τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ [[ἰδίᾳ]] ἐλλαμπρύνεσθαι, [[μηδὲ]] νὰ ἐπιτρέψητε εἰς τοῦτον νὰ λαμπρύνηται [[ἰδίᾳ]] μὲ κίνδυνον τῆς πόλεως, Θουκ. 6. 12· γαυριῶ, καυχῶμαι, Λουκ. π. Οἰκ. 1· τινί, ἐπί τινι, Δίων Κ. 73. 10. | |lstext='''ἐλλαμπρύνομαι''': παθ., λαμπρύνομαι, [[διαπρέπω]], φαίνομαι [[μέγας]]. [[μηδὲ]] τούτῳ ἐμπαράσχητε τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ [[ἰδίᾳ]] ἐλλαμπρύνεσθαι, [[μηδὲ]] νὰ ἐπιτρέψητε εἰς τοῦτον νὰ λαμπρύνηται [[ἰδίᾳ]] μὲ κίνδυνον τῆς πόλεως, Θουκ. 6. 12· γαυριῶ, καυχῶμαι, Λουκ. π. Οἰκ. 1· τινί, ἐπί τινι, Δίων Κ. 73. 10. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ganar lustre]], [[distinguirse con]], en c. dat. instrum. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ ἰδίᾳ ἐλλαμπρύνεσθαι distinguirse personalmente con el peligro de la ciudad</i> Th.6.12, ἱππεῦσιν App.<i>BC</i> 3.66, ὅπλοις Iul.Ar.278.16, τῷ φωτὶ τῆς ἀρετῆς Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.57.7, δημοσίᾳ Dion.Alex. en Eus.<i>HE</i> 6.41.20<br /><b class="num">•</b>abs. [[distinguirse]] Luc.<i>Dom</i>.1, Clem.Al.<i>QDS</i> 1.4.<br /><b class="num">2</b> [[gloriarse de]] c. dat. λόγοις I.<i>AI</i> 18.76, τῷ ἔργῳ D.C.73.10.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
English (LSJ)
Pass.,
A gain distinction, ἰδίᾳ ἐ. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Th.6.12; pride oneself, Luc.Dom.1; ἔργῳ D.C.73.10; ἱππεῦσιν App.BC3.66; πρὸς τὰς φίλας ἐ. λόγοις J.AJ18.3.4.
German (Pape)
[Seite 800] sich in Etwas glänzend zeigen, sich womit brüsten; τῷ ἔργῳ D. Gass. 73, 19; a. Sp.; absolut, Luc. dom. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλαμπρύνομαι: παθ., λαμπρύνομαι, διαπρέπω, φαίνομαι μέγας. μηδὲ τούτῳ ἐμπαράσχητε τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ ἰδίᾳ ἐλλαμπρύνεσθαι, μηδὲ νὰ ἐπιτρέψητε εἰς τοῦτον νὰ λαμπρύνηται ἰδίᾳ μὲ κίνδυνον τῆς πόλεως, Θουκ. 6. 12· γαυριῶ, καυχῶμαι, Λουκ. π. Οἰκ. 1· τινί, ἐπί τινι, Δίων Κ. 73. 10.
Spanish (DGE)
1 ganar lustre, distinguirse con, en c. dat. instrum. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ ἰδίᾳ ἐλλαμπρύνεσθαι distinguirse personalmente con el peligro de la ciudad Th.6.12, ἱππεῦσιν App.BC 3.66, ὅπλοις Iul.Ar.278.16, τῷ φωτὶ τῆς ἀρετῆς Gr.Nyss.V.Mos.57.7, δημοσίᾳ Dion.Alex. en Eus.HE 6.41.20
•abs. distinguirse Luc.Dom.1, Clem.Al.QDS 1.4.
2 gloriarse de c. dat. λόγοις I.AI 18.76, τῷ ἔργῳ D.C.73.10.2.