σκολιός: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(11)
(No difference)

Revision as of 00:37, 9 February 2013

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολιός Medium diacritics: σκολιός Low diacritics: σκολιός Capitals: ΣΚΟΛΙΟΣ
Transliteration A: skoliós Transliteration B: skolios Transliteration C: skolios Beta Code: skolio/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A curved, bent (opp. ὀρθός, εὐθύς), σ. σίδηρος Hdt.2.86; σ. σκίπωνι E.Hec.65 (anap.); of rivers and paths, winding, ποταμός Hdt. 1.185, cf. 2.29; Μαίανδρος σ. εἰς ὑπερβολήν Str.12.8.15; οἶμος, ἀτραπός, etc., A.R.4.1541, Nic.Th.478, etc.; ῥηγμῖνες Arist.Mete.367b14; λαβύρινθος Call.Del.311; πλέγμα ἕλικος AP7.24 (Simon.); πλοκαμῖδες Nonn.D.14.182; twisted, tangled, βάτος AP7.315 (Zenod. or Rhian.), cf. 11.33 (Phil.); ἐς τὸ σ. Hp.Art.37.    2 bent sideways, δουλείη κεφαλή, σκολιή Thgn.536; γένυες Pi.Fr.203; ἵππος σ. crooked made or going askew, Pl.Phdr.253d.    II metaph., crooked, i.e. unjust, unrighteous, θέμιστες Il.16.387; μῦθοι, δίκαι, Hes.Op.194,221; αἰ σκολιὰν (sc. ῥήτραν) ὁ δᾶμος ἕλοιτο, Spartan law ap. Plu.Lyc.6; λόγος Thgn.1147; ἀπάται Pi.Fr.213; πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς Id.P.2.85; riddling, obscure, ῥημάτια Luc.Bis Acc.16; τὸ σ. τῆς εἰσόδου (into true science) Vett.Val.250.23: rarely of men, ἰθύνει σκολιόν makes the crooked one straight, Hes.Op.7; σ. καὶ φοβερός Plu.2.551f: with Verbs, σκολιὰ φρονεῖν, opp. εὐθὺς ἔμμεν, Scol.16; σ. πράττειν Pl.Tht. 173a; τυφλὰ καὶ σ. Id.R.506c, cf. Grg.525a; σκολιά, τά, indirect methods, Cic.Att.13.39.2. Adv. σκολιῶς Hes.Op.258,262; σ. ἔχοντος τοῦ χρησμοῦ D.S.16.91; εἰς πλάγια καὶ σκολιά Pl.Tht.194b.    III σκολιόν, τό, intestine, σπλάγχανα καὶ νεφρὸν καὶ σκολιόν SIG1002.5 (Milet., v/iv B.C.), cf. Schwyzer 721.23 (Mycale, iv B.C.), al.