συζεύγνυμι: Difference between revisions
(11) |
(No difference)
|
Revision as of 00:44, 9 February 2013
English (LSJ)
A yoke together, couple, ἵππους Hdt.4.189, X.Cyr.2.2.26 (Pass.); esp. in marriage, τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον E.Alc. 166, cf. X.Oec.7.30; σ. νέους καὶ νέας Arist.Pol.1335a16 sq.; τὸν Ἄρη πρὸς τὴν Ἀφροδίτην ib.1269b28:—Med., yoke for oneself, ἅρμα X.Cyr. 6.1.51:—Pass., to be yoked with, coupled with, paired, μετ' ἀλλήλων Arist.HA585b9; πρὸς ἀλλήλας Plb.8.4.2: metaph., τῷ συνέζευξαι πλάνῳ; v.l. for προσ- in E.Alc.482; τὸν ἐμὸν δαίμον', ᾧ συνεζύγην Id.Andr.98; τίνι πότμῳ συνεζύγην; Id.Hel.255; οἵᾳ ξυμφορᾷ συνεζύγης Id.Hipp.1389 (conversely, συνέζευκται τὸ πάθος τινί Phld. Ir.p.57 W.); συζυγέντες ὁμιλοῦσι they live in close familiarity, X. Lac.2.12. 2 less freq., also in Pass., of things, to be closely united, ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται Philol.14; πεμπάδι συζυγείς Pl.R.546c; συνέζευκται ἡ φρόνησις τῇ τοῦ ἤθους ἀρετῇ Arist.EN 1178a16, cf. 1175a19; διορίζεται τοῖς συνεζευγμένοις συμπτώμασι Gal.16.535.