τριώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(6_17)
(eksahir)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριώνῠμος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] ὀνόματα, [[πόθεν]] διώνυμοι καὶ τριώνυμοι οἱ ἀρχαῖοι ἐχρημάτιζον Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. 1 (ἐν τῇ ἐπικεφαλίδι).
|lstext='''τριώνῠμος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] ὀνόματα, [[πόθεν]] διώνυμοι καὶ τριώνυμοι οἱ ἀρχαῖοι ἐχρημάτιζον Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. 1 (ἐν τῇ ἐπικεφαλίδι).
}}
{{eles
|esgtx=[[que tiene tres nombres]]
}}
}}

Revision as of 10:32, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐώνῠμος Medium diacritics: τριώνυμος Low diacritics: τριώνυμος Capitals: ΤΡΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: triṓnymos Transliteration B: triōnymos Transliteration C: trionymos Beta Code: triw/numos

English (LSJ)

ον,

   A having three names, PMag.Par. 1.2546, Lyd.Mag.1.21 (in tit.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τριώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων τρία ὀνόματα, πόθεν διώνυμοι καὶ τριώνυμοι οἱ ἀρχαῖοι ἐχρημάτιζον Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. 1 (ἐν τῇ ἐπικεφαλίδι).

Spanish

que tiene tres nombres