τριώνυμος
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
τριώνυμον, having three names, PMag.Par. 1.2546, Lyd.Mag.1.21 (in tit.), Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
τριώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων τρία ὀνόματα, πόθεν διώνυμοι καὶ τριώνυμοι οἱ ἀρχαῖοι ἐχρημάτιζον Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. 1 (ἐν τῇ ἐπικεφαλίδι).
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / τριώνυμος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει τρία ονόματα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τριώνυμο
μαθημ. κάθε πολυώνυμο με τρεις όρους
2. φρ. «τριώνυμη ονομασία»
(βοτ.-ζωολ.) διεθνής καθιερωμένη απόδοση της επιστημονικής ονομασίας οργανισμών, η οποία αποτελείται από τρεις λέξεις, όπως είναι λ.χ. η ονομασία τών υποειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. τετρα-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Léxico de magia
-ον que tiene tres nombres de Hécate-Selene-Ártemis εὐχαῖσιν ἐπάκουσον ἐμαῖς, πολυώδυνε Σελήνη, ... τρικάρανε, τριώνυμε Μήνη escucha mis ruegos, Selene, tú que estás llena de dolor, tricéfala, que tienes tres nombres, Mene P IV 2546 τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, ..., τρικάρανε, τριώνυμε Σελήνη por ello te llaman Hécate, tricéfala, Selene de tres nombres P IV 2821