βαρυπενθής: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
(big3_8) |
mNo edit summary |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βᾰρῠπενθής) -ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. βαρυπενθάς <i>GVI</i> 675a.3 (Cotieo, Frigia III d.C.)<br /><b class="num">1</b> de pers. [[gravemente dolorido o afligido]] ἴσθι ... ὅτι γενόμενος φιλήδονος πάντ' ἔσει ταῦτα ... β. Ph.2.269, μήτηρ <i>AP</i> 9.254 (Phil.), <i>GVI</i> l.c., Θειοφίλα ... ἁ β. ὀρφανὸν ἐν ζωοῖς παῖδα λιποῦσα πατρός <i>IG</i> 12(5).675.6 (Siro), cf. Orph.<i>Fr</i>.32c.<br /><b class="num">2</b> [[que causa grave aflicción]] μάχαι B.14.12, τόξα <i>AP</i> 16.134 (Mel.). | |dgtxt=(βᾰρῠπενθής) -ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. βαρυπενθάς <i>GVI</i> 675a.3 (Cotieo, Frigia III d.C.)<br /><b class="num">1</b> de pers. [[gravemente dolorido]] o [[gravemente afligido]] ἴσθι ... ὅτι γενόμενος φιλήδονος πάντ' ἔσει ταῦτα ... β. Ph.2.269, μήτηρ <i>AP</i> 9.254 (Phil.), <i>GVI</i> l.c., Θειοφίλα ... ἁ β. ὀρφανὸν ἐν ζωοῖς παῖδα λιποῦσα πατρός <i>IG</i> 12(5).675.6 (Siro), cf. Orph.<i>Fr</i>.32c.<br /><b class="num">2</b> [[que causa grave aflicción]] μάχαι B.14.12, τόξα <i>AP</i> 16.134 (Mel.). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 24 August 2017
English (LSJ)
ές, = sq., Ph.2.269, IG12(5).675.6 (Syros), Orph.Fr.32c:—a fem. form βᾰρυ-πενθάς Epigr.Gr.367 (Cotiaeum). II causing grievous woe, μάχαι B.13.12; τόξα APl.4.134 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυπενθής: -ές, = τῷ ἑπομ., Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 212, 367. ΙΙ. ὁ προξενῶν πάθος, θλῖψιν, λύπην βαρεῖαν, Ἀνθ. Πλαν. 4.134, Φίλων 2. 268.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui cause une douleur profonde.
Étymologie: βαρύς, πένθος.
English (Slater)
βαρυπενθής ?
1 of deep grief ]βαρυπε[νθ (supp. Snell: fort. divisim) ?fr. 344. 6.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠπενθής) -ές
• Alolema(s): fem. βαρυπενθάς GVI 675a.3 (Cotieo, Frigia III d.C.)
1 de pers. gravemente dolorido o gravemente afligido ἴσθι ... ὅτι γενόμενος φιλήδονος πάντ' ἔσει ταῦτα ... β. Ph.2.269, μήτηρ AP 9.254 (Phil.), GVI l.c., Θειοφίλα ... ἁ β. ὀρφανὸν ἐν ζωοῖς παῖδα λιποῦσα πατρός IG 12(5).675.6 (Siro), cf. Orph.Fr.32c.
2 que causa grave aflicción μάχαι B.14.12, τόξα AP 16.134 (Mel.).