κολωνία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
(6_23)
(strοng)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολωνία''': καὶ κολώνια, ἡ, [[τάφος]] κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων, Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ Λατ. colonia, ἀποικιακὴ Ρωμαϊκὴ [[πόλις]], Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 12, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 908˙ πρβλ. [[κολώνεια]].
|lstext='''κολωνία''': καὶ κολώνια, ἡ, [[τάφος]] κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων, Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ Λατ. colonia, ἀποικιακὴ Ρωμαϊκὴ [[πόλις]], Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 12, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 908˙ πρβλ. [[κολώνεια]].
}}
{{StrongGR
|strgr=of Latin [[origin]]; a Roman "[[colony]]" for veterans: [[colony]].
}}
}}

Revision as of 17:47, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολωνία Medium diacritics: κολωνία Low diacritics: κολωνία Capitals: ΚΟΛΩΝΙΑ
Transliteration A: kolōnía Transliteration B: kolōnia Transliteration C: kolonia Beta Code: kolwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A grave (Elean), Hsch.    II = Lat. colonia, Act.Ap. 16.12, Epigr.Gr.908 (Batanaea); cf. κολωνεία.

German (Pape)

[Seite 1476] ἡ, das Grab, bei den Eleern, Hesych. – Das lat. colonia, Act. ap. 16, 12.

Greek (Liddell-Scott)

κολωνία: καὶ κολώνια, ἡ, τάφος κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων, Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ Λατ. colonia, ἀποικιακὴ Ρωμαϊκὴ πόλις, Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 12, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 908˙ πρβλ. κολώνεια.

English (Strong)

of Latin origin; a Roman "colony" for veterans: colony.