καταρτισμός: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(6_14) |
(strοng) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταρτισμός''': ὁ, [[ἐπανόρθωσις]] σχέσεων, [[ἀποκατάστασις]], [[διαλλαγή]], Κλήμ. Ἀλ. 638. ΙΙ. ἡ τοποθέτησις μέλους ἐξαρθρωθέντος, [[ἀρθρεμβόλησις]], ἡ μεταγωγὴ ὀστοῦ ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν τόπου εἰς τὸν κατὰ φύσιν, διὰ τομῶν καὶ καταρτισμῶν, Γαλην., Ὀρειβάσ. 135 Mai. | |lstext='''καταρτισμός''': ὁ, [[ἐπανόρθωσις]] σχέσεων, [[ἀποκατάστασις]], [[διαλλαγή]], Κλήμ. Ἀλ. 638. ΙΙ. ἡ τοποθέτησις μέλους ἐξαρθρωθέντος, [[ἀρθρεμβόλησις]], ἡ μεταγωγὴ ὀστοῦ ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν τόπου εἰς τὸν κατὰ φύσιν, διὰ τομῶν καὶ καταρτισμῶν, Γαλην., Ὀρειβάσ. 135 Mai. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[καταρτίζω]]; [[complete]] furnishing (objectively): perfecting. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 25 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A restoration, reconciliation, Sm.Is.38.12. II Settling of a limb, Heliod. ap. Orib.49.1.1 (pl.), Sor.1.73 (pl.). III furnishing, preparation, αὐλῆς PTeb.33.12 (ii B.C.); ἱματίον PRyl. 127.28 (i A.D.). IV training, discipline, τῶν ἁγίων Ep.Eph.4.12.
German (Pape)
[Seite 1376] ὁ, = κατάρτισις, Einrenkung der Glieder, Medic. – Aussöhnung, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
καταρτισμός: ὁ, ἐπανόρθωσις σχέσεων, ἀποκατάστασις, διαλλαγή, Κλήμ. Ἀλ. 638. ΙΙ. ἡ τοποθέτησις μέλους ἐξαρθρωθέντος, ἀρθρεμβόλησις, ἡ μεταγωγὴ ὀστοῦ ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν τόπου εἰς τὸν κατὰ φύσιν, διὰ τομῶν καὶ καταρτισμῶν, Γαλην., Ὀρειβάσ. 135 Mai.
English (Strong)
from καταρτίζω; complete furnishing (objectively): perfecting.