ναύμαχος: Difference between revisions

From LSJ

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ναύμᾰχος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ναυμαχίαν, ξυστὰ ν., ξύλα μακρά, «κοντάρια» εἰς ναυμαχίαν χρήσιμα, Ἰλ. Ο. 389, πρβλ. 677· δόρατα ν. Ἡρόδ. 7. 89. ΙΙ. παροξ. ναυμάχος, ἐνεργ., ὁ κατὰ θάλασσαν μαχόμενος, ὁ ναυμαχῶν, Ἀνθ. Π. 7. 741, ἴδε Ἀθήν. 154F.
|lstext='''ναύμᾰχος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ναυμαχίαν, ξυστὰ ναύμαχος, ξύλα μακρά, «κοντάρια» εἰς ναυμαχίαν χρήσιμα, Ἰλ. Ο. 389, πρβλ. 677· δόρατα ν. Ἡρόδ. 7. 89. ΙΙ. παροξ. ναυμάχος, ἐνεργ., ὁ κατὰ θάλασσαν μαχόμενος, ὁ ναυμαχῶν, Ἀνθ. Π. 7. 741, ἴδε Ἀθήν. 154F.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[for]] [[naval]] [[combat]]; ξυστά. Il. 15.389 and 677.
|auten=[[for]] [[naval]] [[combat]]; ξυστά ναύμαχος. Il. 15.389 and 677.
}}
}}

Revision as of 14:19, 27 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύμᾰχος Medium diacritics: ναύμαχος Low diacritics: ναύμαχος Capitals: ΝΑΥΜΑΧΟΣ
Transliteration A: naúmachos Transliteration B: naumachos Transliteration C: naymachos Beta Code: nau/maxos

English (LSJ)

ον (proparox.),

   A of or for a sea-fight, ξυστὰ ναύμαχος pikes for sea-battles, Il. 15.389, cf. 677; δόρατα ν. Hdt.7.89, cf. D.Chr.11.117, Opp.H.5.301, C.2.62.    II parox. ναυμάχος, Act., fighting at sea, AP7.741 (Crin.), Ath.4.154f, IG3.1202.146 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ναύμᾰχος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ναυμαχίαν, ξυστὰ ναύμαχος, ξύλα μακρά, «κοντάρια» εἰς ναυμαχίαν χρήσιμα, Ἰλ. Ο. 389, πρβλ. 677· δόρατα ν. Ἡρόδ. 7. 89. ΙΙ. παροξ. ναυμάχος, ἐνεργ., ὁ κατὰ θάλασσαν μαχόμενος, ὁ ναυμαχῶν, Ἀνθ. Π. 7. 741, ἴδε Ἀθήν. 154F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre aux combats sur mer.
Étymologie: ναῦς, μάχομαι.

English (Autenrieth)

for naval combat; ξυστά ναύμαχος. Il. 15.389 and 677.